ἀποδώσων

ἀποδώσων
ἀποδίδωμι
give up
fut part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οφείλημα — το (ΑΜ ὀφείλημα) [οφείλω] 1. οφειλή, χρέος («ἀλλ ὡς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων», Θουκ.) 2. (στην Κυριακή προσευχή) αμαρτία («καὶ ἄφες ἡμῑν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν») …   Dictionary of Greek

  • τελευτώ — τελευτῶ, άω, ΝΜΑ [τελευτή] 1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγω β) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῡ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί. γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”